- γραμματική
- Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο όρος γ. σήμαινε άλλοτε και το μέρος εκείνο της επιστημονικής γλωσσολογίας που ανέλυε και περιέγραφε το γραμματικό σύστημα μιας γλώσσας· για να μην υπάρχει όμως σύγχυση με τη σχολική κανονιστική γ. είναι προτιμότερη η ονομασία μορφολογία.
Στη βάση των γραμματικών μελετών υπήρξαν, τόσο στην Ινδία όσο και στην Ελλάδα, απαιτήσεις πρακτικής σημασίας. Στην αρχαία Ινδία, ο πυρήνας των θρησκευτικών πεποιθήσεων και τελετών αποτελούνταν από τις Βέδες,αρχαία συλλογή των λειτουργικών και θυσιαστικών ύμνων, οι οποίοι μεταβιβάζονταν για αιώνες στην αρχική μορφή τους (που αναγόταν τουλάχιστον στον 9o αι. π.Χ). Με την πάροδο του χρόνου όμως η ομιλούμενη γλώσσα, που κάποια εποχή υποτασσόταν σε γλωσσολογικούς κανόνες ανάλογους με εκείνους της γλώσσας των Βεδών,άλλαξε σημαντικά: κάποια στιγμή, κατά τον 5o ή 4o αι. π.Χ., οι Βέδες είχαν πάψει πια να είναι κατανοητές για τους Ινδούς. Με τις συνθήκες αυτές το κείμενο είτε έπρεπε να επαναλαμβάνεται χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, είτε έπρεπε να αλλαχτεί για να προσαρμοστεί στη νέα γλωσσική πραγματικότητα, στη νέα προφορά κλπ. Αλλά η αλλαγή θα ήταν ιεροσυλία, εφόσον ένα ιερό κείμενο δεν πρέπει να θίγεται. Για να μην υπάρχει πλέον ακατανοησία και για να μη γίνεται ιεροσυλία, άρχισε την εποχή εκείνη στην Ινδία ολόκληρη εργασία ερμηνείας του ιερού κειμένου: εξήγηση των φθόγγων, των γραμματικών και συντακτικών ιδιομορφιών, της προφοράς (που είχε ιδιαίτερη σημασία για την απαγγελία) κλπ. Η κωδικοποίηση όλης αυτής της εργασίας ήταν η ινδική γ. που πραγματοποιήθηκε από τον Πάνινι κατά τον 4o αι. π.Χ. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις που τη συμπλήρωναν και τα άλλα σχόλια που τη συνόδευαν ξεχάστηκαν αργότερα και στην ίδια την Ινδία, αλλά όταν έγιναν γνωστά στην Ευρώπη, κατά τα τέλη του 18ου αι., αποδείχτηκαν πηγή συγκεκριμένων πληροφοριών και λεπτών παρατηρήσεων και έγιναν η αφετηρία για την επιστημονική περιγραφή της γλώσσας.
Στην αρχαία Ελλάδα έφτασαν στη γ. από διαφορετικούς δρόμους. Όπως οι Βέδες στην Ινδία, έτσι και τα ομηρικά ποιήματα διαβάζονταν και απαγγέλλονταν σε περιοχές με διαφορετική διάλεκτο από αυτή που αποτελούσε τη βάση της ομηρικής γλώσσας (την ιωνική) και σε εποχή απομακρυσμένη από τη σύνταξη των δύο ποιημάτων (9ος-8ος αι. π.Χ.). Όπως όμως η Θεία Κωμωδία στην Ιταλία και η Βίβλος του Λούθηρου στη Γερμανία, έτσι και τα ομηρικά ποιήματα ήταν το σημείο συνάντησης ανθρώπων που όχι μόνο μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους αλλά ανήκαν επίσης σε διαφορετικά κράτη (πόλεις), ώστε η κοινότητα των παραδόσεων να είναι ένας από τους κύριους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό εξηγεί τη φροντίδα που καταβλήθηκε από τον 4o αι. π.Χ. για να διασωθεί και να ερμηνευτεί το κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.Αυτή ήταν η πρώτη ρίζα της γ. στην Ελλάδα. Η δεύτερη ήταν η ανάγκη της διδασκαλίας της ρητορικής: η συνέλευση του λαού ήταν το σημαντικότερο όργανο συζήτησης και επομένως λήψης αποφάσεων στις πόλεις-κράτη· συνεπώς το να ξέρει κανείς να μιλά με ακρίβεια και πειστικότητα ήταν απαραίτητο στοιχείο για να καταλάβει και να διατηρήσει την πολιτική εξουσία. Πρέπει επίσης να προστεθεί το γεγονός ότι στις αρχαίες ελληνικές δίκες δεν υπήρχε θέση για δικηγόρους: ο καθένας έπρεπε ο ίδιος να είναι σε θέση να κατηγορήσει τον αντίδικό του ή να υπερασπίσει τον εαυτό του. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη ύπαρξης δασκάλων της γλώσσας και της ρητορικής. Τρίτο κίνητρο για τη συστηματική μελέτη της γ. ήταν το γεγονός ότι από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. στις τάξεις των μορφωμένων όλων των ελληνικών πόλεων, όποια κι αν ήταν η διάλεκτός τους, επικράτησε η συνήθεια να χρησιμοποιούν τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική, ως κοινή γλώσσα. Καθώς όμως η αττική δεν ήταν η μητρική τους γλώσσα, έπρεπε να τη μάθουν στο σχολείο, με τη διδασκαλία της γ. που προπάντων για τον τρίτο αυτό λόγο πήρε κανονιστικό χαρακτήρα και δίδασκε πλέον όχι το πώς μιλά κανείς, αλλά το πώς πρέπει να μιλά.
Ήδη στην αρχή της ελληνιστικής εποχής υπήρχε στην Ελλάδα πλήρης γραμματική διδασκαλία που κωδικοποιήθηκε στην Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου του Θράκα (2ος-1ος αι. π.Χ.). Η γ. του Διονυσίου ήταν η βάση στην οποία στηρίζονταν για αιώνες όλες οι άλλες σχετικές εργασίες, τόσο οι ελληνικές όσο και οι λατινικές. Οι Λατίνοι, πραγματικά, κληρονόμησαν από τους Έλληνες τη γ. και για τα δικά τους σχολεία περιορίστηκαν στη μετάφραση της ελληνικής ορολογίας, προσαρμόζοντας τα σχήματα που είχαν επεξεργαστεί οι Έλληνες στη δική τους γλώσσα. Όλη η εργασία συστηματοποίησης των γραμματικών γνώσεων που πραγματοποιήθηκε από τους Έλληνες και τους Λατίνους κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συνοψίστηκε στην Ars grammatica του Πρισκιανού (6ος αι. μ.Χ.) που δεν είχε όμως την αξία της Τέχνης του Διονυσίου. Η νεότερη σχολική γ. δεν έκανε πραγματικά τίποτε άλλο παρά να μεταφράσει τα σχήματα που είχαν ανακαλύψει οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι γραμματικοί.
«Η Γραμματική», αλληγορική παράσταση του Αντόνιο ντελ Πολαϊόλο στο μνημείο τον πάπα Σίξτου Δ’, στη Ρώμη. Η πρώτη μελέτη της γραμματικής ξεκίνησε από την αρχαία Ινδία και την Ελλάδα.
* * *ηβλ. γραμματικός.
Dictionary of Greek. 2013.